- τραβέρσα
- [травэрса] ουσ. Θ. поперечный брус, перекладина, шпала.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τραβέρσα — η, Ν 1. ναυτ. ξύλινη δοκός ή σιδερένια ράβδος η οποία τοποθετείται συνήθως κάτω από το κατάστρωμα και είναι κάθετη προς τον διαμήκη άξονα τού πλοίου 2. τεχνολ. στρωτήρας σιδηροδρομικής γραμμής 3. αρχιτ. δοκός από ξύλο, από μέταλλο ή από σκυρόδεμα … Dictionary of Greek
τραβέρσα — η (λ. ιταλ.) 1. μικρό δοκάρι που συνδέει δοκάρια και ιδίως το καθένα από τα μικρά δοκάρια όπου στερεώνονται οι σιδηροτροχιές. 2. μακρινή διαγώνια μπαλιά χαμηλού ύψους στο ποδόσφαιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάξυλο — το (Α διάξυλον) 1. γερό ξύλινο δοκάρι καταστρώματος που συνδέει δύο στύλους (κν. μπίντα) 2. οριζόντιο δοκάρι, κν. τραβέρσα 3. κοινή ονομασία τού φυτού ασπάλαθος … Dictionary of Greek
διάπηγμα — το (Α διάπηγμα) [διαπηγνύω] 1. στοιχείο σύνδεσης δύο τμημάτων για την ενίσχυση τής αντοχής τους ή τη διατήρηση σταθερής απόστασης μεταξύ τους (π.χ. τα σασί τών οχημάτων) 2. κομμάτι ξύλου ή μετάλλου που συνδέει σταυρωτά άλλα κομμάτια (αμφιδέτης,… … Dictionary of Greek
διαδοκίδα — η (Α διαδοκίς) [δοκίς] η πλάγια δοκός στην οποία στηρίζονται οι άλλες, η τραβέρσα … Dictionary of Greek
ενδέτης — ο διάπηγμα (τραβέρσα) με το οποίο στηρίζονται εσωτερικά τα τοιχώματα δεξαμενής ή μεγάλου δοχείου ή λέβητα … Dictionary of Greek
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek
καταζυγίς — καταζυγίς, ἡ (Α) 1. σιδερένια συνδετική ράβδος σε καταπέλτη 2. φρ. ως επίθ. «λίθοι καταζυγιδες» λίθοι συνδετικοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζυγίς «συνδετική ράβδος, τραβέρσα» (< ζυγόν)] … Dictionary of Greek
μεσόζευγμα — το (Α μεσόζευγμα) νεοελλ. ξύλινο ή μεταλλικό κομμάτι το οποίο συνδέει δύο μεγαλύτερα, διασταυρούμενο με αυτά, για να τά συγκρατεί σταθερά στη θέση τους, κν. τραβέρσα αρχ. λέξη η οποία ανήκει εξίσου στην προηγούμενη και στην επόμενη πρόταση.… … Dictionary of Greek
στρωτήρας — ο / στρωτήρ, ῆρος, ΝΑ πλάγια δοκός τής στέγης προσαρτημένη στη μεγάλη ή κεντρική δοκό νεοελλ. δοκός στην οποία στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, κν. τραβέρσα αρχ. 1. δοκός η οποία τοποθετείται εγκάρσια πάνω σε άλλη 2.στον πληθ. οἱ στρωτῆρες η… … Dictionary of Greek
τεγίδα — η, Ν ξύλινο ή σιδερένιο δοκάρι που τοποθετείται κάθετα στους αμείβοντες ή στα ζευκτά τής στέγης, κν. τραβέρσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τέγος «στέγη» + κατάλ. ίδα (πρβλ. πινακ ίδα)] … Dictionary of Greek